- συμπαρακελευομαι
- συμπαρακελεύομαισυμ-παρακελεύομαιсовместно побуждать, вместе увещевать Isocr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμπαρακελεύομαι — Α (αποθ.) προτρέπω ή παρακινώ κάποιον σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρακελεύομαι «προστάζω, παραγγέλλω»] … Dictionary of Greek
συμπαρακελεύσασθαι — συμπαρακελεύομαι help in inciting aor inf mp συμπαρακελεύομαι help in inciting aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)